- κατακρημνισμός
- Βαρύτατη ποινή, την οποία επέβαλαν κυρίως στους ιερόσυλους και την εκτελούσαν στους Δελφούς από την Υαμπεία Πέτρα (απόκρημνο βράχο του Παρνασσού), στην Αθήνα από το λεγόμενο βάραθροόρυγμα και στη Σπάρτη από τον Καιάδα. Ανάλογη ποινή με τον κ. ήταν ο καταποντισμός, που εφαρμοζόταν στη Μακεδονία.
* * *ο (Α κατακρημνισμός) [κατακρημνίζω]η κατακρήμνιση*.
Dictionary of Greek. 2013.